- χειλίαρχος
- χειλίαρχος,A = χιλ- Sammelb.4018.3, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιλίαρχος — ο, ΝΜΑ, και χειλίαρχος Α στρ. διοικητής χιλίων ανδρών, χιλιαρχίας νεοελλ. (κατά την εποχή τής Επανάστασης και, ιδίως, τού Καποδίστρια) διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας αρχ. 1. (στους Πέρσες και στους Μακεδόνες) τίτλος αξιωματούχου τής… … Dictionary of Greek